- πυροβορικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πυροβορικό οξύ»χημ. ονομασία ενός οξέος τού βορίου που είναι γνωστό και ως τετραβορικό οξύ και το οποίο απαντά με υαλώδη μορφή ή με τη μορφή λευκής σκόνης και είναι ευδιάλυτο στο νερό και στην αιθυλική αλκοόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyroboric < pyro- (< πυρ) + boric (πρβλ. βορικός)].
Dictionary of Greek. 2013.